-
1 такой
αντων.1. τέτοιος•такой работник нам нужен τέτοιος εργάτης μας χρειάζεται•, какой есть τέτοιος, που είναι•
я не такой человек, который меняет своё мнение δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, που
αλλάζω τη γνώμη μου•до такой степени σε τέτοιο βαθμό•
нет -ого человека среди нас δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος ανάμεσα μας•
точно такой же τέτοιος ακριβώς, απαράλλαχτος•
-ие друзья редки τέτο ιο ι, φίλοι, είναι, σπάνιοι•
в -ом же омысле στο ίδιο πνεύμα.
2. σε συνδυασμό με τις αντωνυμίες•кто, что, какой σημαίνει ακριβώς•
кто он такой ποιος ακριβώς είν' αυτός.
|| σε συνδυασμό με τις αντων. кто-то, что-то σημαίνει: κάποιος, κάτι.3. ουσ. такое ουδ. τέτοιο•мы к -ому ещё не привыкли σε τέτοιο ακόμα δε συνηθίσαμε.
εκφρ.- им образон – α) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, β) συνεπώς, κι έτσι•в -ом случае – κ. (απλ.) в -ом резе σε τέτοια περίπτωση•и всё • такойое (прочее) – και όλα τα τέτοια (τα παρόμοια)• όλ αυτά και τ άλλα τέτοια•что -ое – τι είναι ή τι θα πει•что -ое космос? – τι είναι το διάστημα;•что -ое ракета? – τι είναι ο πύραυλος;•что же (ж) -ое – κ. что же (ж) -ого τι το ιδιαίτερο (είναι εδώ).